απερατωτος

απερατωτος
    ἀπεράτωτος
    ἀ-περάτωτος
    2
    1) беспредельный
    

(ἄπειρος καὴ ἀ. Plut.)

    2) бесцельный
    

(ἥ πεπρωμένη Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "απερατωτος" в других словарях:

  • ἀπεράτωτος — unbounded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεράτωτος — η, ο (Α ἀπεράτωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος 2. (για πόρτα) εκείνη που δεν έχει κλειστεί με τον περάτη, την αμπάρα αρχ. ο απεριόριστος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεράτωτον — ἀπεράτωτος unbounded masc/fem acc sg ἀπεράτωτος unbounded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερατώτου — ἀπεράτωτος unbounded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπερατώτῳ — ἀπεράτωτος unbounded masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεράτωτα — ἀπεράτωτος unbounded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՍԱՀՄԱՆ — (ի.) NBH 1 0233 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 10c, 12c ա. ἅπειρος, ἁπέραντος, ἁπεράτωτος , ἁόριστος, ἁπεριόριστος infinitus, termino carens, indeterminatus, in immensum extensus Ոյր չիք սահման. անեզրական. անվախճան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»